- ἐπαρυστρίς
- ἐπαρυστρίςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπαρυστρίδα — ἐπαρυστρίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρυστρίδας — ἐπαρυστρίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρυστρίδες — ἐπαρυστρίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρυστρίδων — ἐπαρυστρίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ячея — ячейка, диал. вечея отверстие в жернове , др. русск. ячая связь, скрепление (Чудовск. Нов. зав., ХIV в.; см. Соболевский, Лекции 82), ячаица ἐπαρυστρίς, сербск. цслав. ɪѧчаɪа ἁφή (Апост. Шиш.; см. Бернекер I, 267), ср. болг. ѧчая. Праслав., по… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
επαρυστήρ — ἐπαρυστήρ, ο και ἐπαρυστρίς, η (Α) μικρό αγγείο με το οποίο έχυναν λάδι στο λυχνάρι («ἐπαρυστρίδας καὶ πάντα τὰ ἀγγεῑα τοῡ ἐλαίου», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρυστήρ (παράλληλος τ. τού αρυτήρ) «μέτρο υγρών»] … Dictionary of Greek
ՅԱՐԴԱՐԻՉ — (րչի, չաց.) NBH 2 0346 Chronological Sequence: Early classical, 8c ա. Այն՝ որ յարդարէ (ըստ ամենայն նշ.). *Առաքեաց զԱնտիոքոս յարդարիչ իւրոյ պաղատանն հազարապետ. Խոր. ՟Գ. 5: *Նա աւանիկ նստի ընդ աջմէ հօր յարդարիչ պատերազմացնʼʼ. յն. հանդիսադիր. Ոսկ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)